- -σύνη
- παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. -tvanam, αβεστ. -θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε -σύνη θεωρήθηκε ότι σχηματίζονταν από κάποια αντίστοιχα επίθ. σε -συνος (πρβλ. γηθοσύνη «χαρά» < γηθόσυνος, δεσποσύνη «εξουσία» < δεσπόσυνος). Από αυτά τα επίθ. όμως που ήταν μάλλον ποιητικά και περιορισμένα σε αριθμό, η κατάληξη -συνη επεκτάθηκε αναλογικά και σε άλλες κατηγορίες ουσ. Συγκεκριμένα, άρχισαν να παράγονται πιο ελεύθερα τόσο από επίθ. σε -ων (πρβλ. ἀχρημοσύνη < ἀχρήμων) και σε -ος (πρβλ. δικαιοσύνη < δίκαιος) όσο και από ουσ. αρσ. σε -ος (πρβλ. ἱπποσύνη < ἵππος) και σιγμόληκτα ουδ. (πρβλ. κερδοσύνη < κέρδος). Τα θηλ. σε -(ο)σύνη εμφανίστηκαν ήδη στην ομηρ. εποχή και χρησιμοποιήθηκαν κατ' εξοχήν στην ποίηση και στην τραγωδία, επειδή το σχήμα αυτό εξυπηρετεί τέλεια τις μετρικές ανάγκες. Ονόματα σε -σύνη απαντούν επίσης και στην ιων.-αττ. πεζογραφία, ιδίως τα παράγωγα σε -φροσύνη < επίθ. σε -φρων (πρβλ. σωφροσύνη < σώφρων). Αργότερα, στην Ελληνιστική Κοινή, αξίζει να σημειωθεί η γενίκευση τής γρφ. -ωσύνη (πρβλ. ἁγιωσύνη, μεγαλωσύνη) πιθ. κατά το ιων.-αττ. ἱερωσύνη (< ἱερηFοσύνη). Στην εξέλιξη τής ελλην. γλώσσας μέχρι σήμερα διατηρήθηκαν και οι δυο γρφ. -οσύνη και -ωσύνη (πρβλ. καλοσύνη / καλωσύνη), ενώ στη Νέα Ελληνική επικράτησε η απλούστερη γρφ. με -ο. Σημασιολογικά, τα θηλ. σε -σύνη εκφράζουν αφηρημένες έννοιες, ιδιότητες, προτερήματα ή ελαττώματα, φυσικά ή κεκτημένα ταλέντα. Ιδιαίτερα χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν την ορολογία τής ιωνικής φιλοσοφικής σκέψης, αν και αργότερα παραμερίστηκαν κάπως από τα θηλ. σε -της, -τητος, που θεωρήθηκαν πιο τεχνικά και εξειδικευμένα. Παραδείγματα ουσ. σε -σύνη: αφροσύνη, ευγνωμοσύνη, λησμοσύνη, ματαιοφροσύνη, μεγαλορρημοσύνη, μετριοφροσύνη, μνημοσύνη, πολυπραγμοσύνη, ταπεινοφροσύνη, φιλοφροσύνηαρχ.ζηλοσύνη, κλεπτοσύνη, μοιχοσύνη, οίχτοσύνη, τεκτοσύνη, τλημοσύνηνεοελλ.αδελφοσύνη, βιασύνη, καπατσοσύνη, νοημοσύνη, νοικοκυροσύνη, Ρωμιοσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.